-
1 бред
мед. το παραλήρημα-ить έχω παραλήρημα, παραληρώРусско-греческий словарь научных и технических терминов > бред
-
2 бред
-
3 делирий
мед. το παραλήρημα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > делирий
-
4 белый
бел||ый1. прил ἀσπρος, λευκός.:\белый хлеб τό ἄσπρο ψωμί; ◊ \белыйые стихи (οί) ἀνομοιοκατάληκτοι στίχοι; \белый гриб τό ἄσπρο μανιτάρι, τό ἄσπρο φαγώσιμο; \белыйа я горячка τό τρομωδες παράλήρημα; средь \белыйа дия разг μέρα μεσημέρι; \белый у́голь ὁ λευκός ἄνθραξ;2. м (белогвардеец) ὁ λευκός, ὁ λευκοφρουρός. -
5 бред
бредм τό παραλήρημα, τό παραμι-λητό. -
6 горячка
горяч||каж1. мед. ὁ πυρετός:родильная \горячка ὁ ἐπιλόχειος πυρετός·2. (спешка) ἡ φούρια, ὁ πυρετός, ἡ βιάση:экзаменационная \горячка ἡ φούρια τῶν ἐξετάσεων биржевая \горячка ὁ πυρετός τοῦ χρηματιστηρίου· ◊ пороть \горячкаку ἐνεργῶ φου-ριόζικα· белая \горячка τό τρομώδες παραλήρημα. -
7 бред
[μπριέτ] ουσ. α. παραλήρημα -
8 бред
[μπριέτ] ουσ α παραλήρημα -
9 бред
-а, προθτ. о бреде, в бреду α.1. παραλήρημα, -ρητό, παραμίλημα ασθενή.2. ασυναρτησίες, άρες-μάρες (κουκουνάρες). -
10 горячечный
επ.πυρετικός, του πυρετού•бред παραλήρημα πυρετοί».
-
11 лихорадочный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно.1. πυρετικός, του πυρετού, πυρετώδης•лихорадочный озноб πυρετός με ρίγος•
лихорадочный жар φλόγα (ζέση) πυρετού•
лихорадочный румянец κοκκίνισμα από τον πυρετό•
-бред παραλήρημα από τον πυρετό•
лихорадочный пароксизм παροξυσμός πυρετού.
2. μτφ; υπερβολικός, έντονος, εντατικός•-ое движение πυρετώδης κίνηση•
-ая подготовка πυρετώδης προετοιμασία•
-ое состояние κατάσταση εκνευρισμού (έξαψης).
|| ταραγμένος, ανήσυχος. -
12 любовный
επ.1. ερωτικός•-ое письмо ερωτικό γράμμα, ραβασάκι•
-ые дела ερωτικές υποθέσεις•
-ые песни ερωτικά τραγούδια•
-ая записка ραβασάκι•
-ая связь ερωτικές σχέσεις (δεσμοί)•
любовный взгляд ερωτικό βλέμμα•
бред ερωτικό παραλήρημα.
2. παλ. φίλτρο•-ое напиток πιοτό για έμπνευση έρωτα (φίλτρο).
-
13 пифический
επ.πυθικός, πύθιος, της Πυθίας•пифический бред πύθιο παραλήρημα.
-
14 полубред
-а, προθτ. в полобреду α. μικρό παραλήρημα.
См. также в других словарях:
παραλήρημα — piece of absurdity neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλήρημα — (Ιατρ.). Κατάσταση κατά την οποία ένας ψυχικά ασθενής αναπτύσσει ιδέες που βρίσκονται σε αντίθεση με την πραγματικότητα, ύστερα από ένα αρχικό λάθος στην αντίληψη των πραγμάτων ή στην κρίση επί των γεγονότων. Η διατήρηση των παραληρητικών σκέψεων … Dictionary of Greek
παραλήρημα — το, ατος 1. σύμπτωμα διανοητικής σύγχυσης που εκδηλώνεται με φλυαρία, λόγια ασυνάρτητα, παραμιλητό, αλλιώς ντελίριο: Ο πυρετός του έφερε παραλήρημα. 2. μτφ., ακράτητος ομαδικός ενθουσιασμός, ομαδική υστερία: Η υποδοχή του συνοδευόταν με… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραληρημάτων — παραλήρημα piece of absurdity neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραληρήμασιν — παραλήρημα piece of absurdity neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραληρήματα — παραλήρημα piece of absurdity neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράνοια — (Ιατρ.). Ψυχοπάθεια που χαρακτηρίζεται από την παρουσία ενός συστηματικού παραληρήματος, το οποίο έχει οικοδομηθεί λογικά ξεκινώντας από ψευδή δεδομένα και αντιτάσσεται σε κάθε κριτική και, ακόμα, στα πιο οφθαλμοφανή γεγονότα. Το σύμπλεγμα των… … Dictionary of Greek
ψυχιατρική — Κλάδος της ιατρικής, που έχει ως αντικείμενο την κλινική μελέτη των ψυχικών νοσημάτων και τη θεραπεία τους. Η ψ. ως επιστήμη είναι σχετικά πρόσφατη, αν και οι ψυχικές διαταραχές ήταν γνωστές από τους αρχαιότατους χρόνους και διάσημοι γιατροί και… … Dictionary of Greek
ντελίριο — το 1. παραλήρημα 2. παράφορο πάθος, παράφορος ενθουσιασμός («ντελίριο ενθουσιασμού κατέλαβε τα πλήθη, μόλις αντίκρυσαν τον αγαπημένο τους τραγουδιστή»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. delirio «παραλήρημα» < λατ. delirium «παραλήρημα, μανία» < λατ.… … Dictionary of Greek
παραληρώ — έω, ΝΑ λέω ανοησίες ή ασυναρτησίες, φλυαρώ χωρίς νόημα, παραμιλώ, παραλαλώ νεοελλ. 1. ιατρ. έχω παραλήρημα, πάσχω από παραλήρημα 2. μτφ. κυριεύομαι από φρενίτιδα ενθουσιασμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ληρῶ «μιλώ ανόητα, παραμιλώ»] … Dictionary of Greek
πολύμορφος — η, ο / πολύμορφος, ον ΝΜΑ αυτός που έχει πολλές μορφές, που παρουσιάζεται με πολλές μορφές νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το πολύμορφο χημ. πολύμορφο σώμα 2. φρ. α) χημ. «πολύμορφο σώμα» και «πολύμορφη ένωση» ένωση που εμφανίζεται σε περισσότερες από … Dictionary of Greek